κουφολογία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />parole dite à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[κουφολόγος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />parole dite à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[κουφολόγος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κουφολογία]], ἡ (Α) [[κουφολογώ]]<br />απερίσκεπτα [[λόγια]] («τοῑς δὲ Ἀθηναῑοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῡ», <b>Θουκ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A light talk, Th.4.28, App. Hisp.38, Plu.2.855b.
Greek (Liddell-Scott)
κουφολογία: ἡ, ἀκριτολογία, Θουκ. 4. 28, Ἀππ. Ἰβηρ. 38, Πλούτ. 2. 855Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
parole dite à la légère.
Étymologie: κουφολόγος.
Greek Monolingual
κουφολογία, ἡ (Α) κουφολογώ
απερίσκεπτα λόγια («τοῑς δὲ Ἀθηναῑοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῡ», Θουκ.).