δύσθραυστος: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(big3_12)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de romper o partir]]de partes de plantas y de cartílagos, Dsc.1.4.1, 4.80, 154, Gal.3.919, Aët.2.196<br /><b class="num">•</b>[[difícil de triturar]] φρυγεῖσα κριθή Gal.6.509, ὅταν ὦσι χονδροὶ καὶ δύσθραυστοι (αἱ ἅλες) Gal.11.694, σκωρία μολύβδου Dsc.5.82, (λίθοι) Phlp.<i>in de An</i>.410.10.
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de romper o partir]]de partes de plantas y de cartílagos, Dsc.1.4.1, 4.80, 154, Gal.3.919, Aët.2.196<br /><b class="num">•</b>[[difícil de triturar]] φρυγεῖσα κριθή Gal.6.509, ὅταν ὦσι χονδροὶ καὶ δύσθραυστοι (αἱ ἅλες) Gal.11.694, σκωρία μολύβδου Dsc.5.82, (λίθοι) Phlp.<i>in de An</i>.410.10.
}}
{{grml
|mltxt=[[δύσθραυστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα θραύεται.
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσθραυστος Medium diacritics: δύσθραυστος Low diacritics: δύσθραυστος Capitals: ΔΥΣΘΡΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: dýsthraustos Transliteration B: dysthraustos Transliteration C: dysthrafstos Beta Code: du/sqraustos

English (LSJ)

ον,

   A hard to break, Dsc.4.154, Gal. UP11.17.

German (Pape)

[Seite 681] = δύσθλαστος, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

δύσθραυστος: -ον, ὁ δυσκόλως θραυόμενος, Διοσκ. 4. 143.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de romper o partirde partes de plantas y de cartílagos, Dsc.1.4.1, 4.80, 154, Gal.3.919, Aët.2.196
difícil de triturar φρυγεῖσα κριθή Gal.6.509, ὅταν ὦσι χονδροὶ καὶ δύσθραυστοι (αἱ ἅλες) Gal.11.694, σκωρία μολύβδου Dsc.5.82, (λίθοι) Phlp.in de An.410.10.

Greek Monolingual

δύσθραυστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα θραύεται.