κυκλώδης: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(6_7)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυκλώδης''': -ες, = [[κυκλοειδής]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[γωνιώδης]], [[κυκλώδης]], ἀλλ’ οὐ [[γωνιώδης]] ἡ διαστροφὴ γίνεται Γαλην. τ. 4, σ. 51, 15, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815.
|lstext='''κυκλώδης''': -ες, = [[κυκλοειδής]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[γωνιώδης]], [[κυκλώδης]], ἀλλ’ οὐ [[γωνιώδης]] ἡ διαστροφὴ γίνεται Γαλην. τ. 4, σ. 51, 15, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυκλώδης]], -ῶδες (Α)<br />[[κυκλοειδής]], καμπυλόσχημος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλώδης Medium diacritics: κυκλώδης Low diacritics: κυκλώδης Capitals: ΚΥΚΛΩΔΗΣ
Transliteration A: kyklṓdēs Transliteration B: kyklōdēs Transliteration C: kyklodis Beta Code: kuklw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = κυκλοειδής, circular, κ. παραλλαγή a distortion of several vertebrae forming a curve, opp. γωνιώδης, Hp.Art.48.    2 round the outside, opp. ἐν μέσῳ, Id.Epid. 7.84.

German (Pape)

[Seite 1527] ες, = κυκλοειδής, Paul. Sil. Therm. Pyth. 129.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλώδης: -ες, = κυκλοειδής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γωνιώδης, κυκλώδης, ἀλλ’ οὐ γωνιώδης ἡ διαστροφὴ γίνεται Γαλην. τ. 4, σ. 51, 15, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815.

Greek Monolingual

κυκλώδης, -ῶδες (Α)
κυκλοειδής, καμπυλόσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + κατάλ. -ώδης].