Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(22) |
(No difference)
|
το (Μ λαγούδιον και λαγούδιν)
λαγουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + υποκορ. κατάλ. -ούδι(ον), πρβλ. αγγελ-ούδι, μαθητ-ούδι].