λαγούδι

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source

Greek Monolingual

το (Μ λαγούδιον και λαγούδιν)
λαγουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + υποκορ. κατάλ. -ούδι(ον), πρβλ. αγγελούδι, μαθητούδι].