κρουναῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(6_4)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρουναῖος''': -α, -ον, (κρουνὸς) ἐκ κρήνης, κρ. [[ὕδωρ]], [[ὕδωρ]] ἐκ κρήνης, πηγαῖον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. Μετεωρ.· ([[κρηναῖος]] ἀπαντᾷ ἐν 2. 1, 6.)
|lstext='''κρουναῖος''': -α, -ον, (κρουνὸς) ἐκ κρήνης, κρ. [[ὕδωρ]], [[ὕδωρ]] ἐκ κρήνης, πηγαῖον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. Μετεωρ.· ([[κρηναῖος]] ἀπαντᾷ ἐν 2. 1, 6.)
}}
{{grml
|mltxt=κρουναῑος, -αία, -ον (Α) [[κρουνός]]<br />αυτός που προέρχεται από [[κρήνη]], ο [[πηγαίος]] («κρουναῑον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1514] aus einer Quelle, ὕδωρ, Spring-, Quellwasser, Arist. meteorl. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κρουναῖος: -α, -ον, (κρουνὸς) ἐκ κρήνης, κρ. ὕδωρ, ὕδωρ ἐκ κρήνης, πηγαῖον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. Μετεωρ.· (κρηναῖος ἀπαντᾷ ἐν 2. 1, 6.)

Greek Monolingual

κρουναῑος, -αία, -ον (Α) κρουνός
αυτός που προέρχεται από κρήνη, ο πηγαίος («κρουναῑον ὕδωρ», Αριστοτ.).