κρυψίνοια: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_11) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρυψίνοια''': ἡ, τὸ κρύπτειν τὰ διανοήματα, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ κρυψίνου, Εὐστ. Πονημ. 93. 57. | |lstext='''κρυψίνοια''': ἡ, τὸ κρύπτειν τὰ διανοήματα, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ κρυψίνου, Εὐστ. Πονημ. 93. 57. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Μ [[κρυψίνοια]]) [[κρυψίνους]]<br />το να αποκρύπτει [[κάποιος]] τις σκέψεις ή τις πραγματικές του προθέσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[υποκρισία]], [[προσποίηση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:41, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1517] ἡ, Hinterlist, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κρυψίνοια: ἡ, τὸ κρύπτειν τὰ διανοήματα, ἡ ἰδιότης τοῦ κρυψίνου, Εὐστ. Πονημ. 93. 57.
Greek Monolingual
η (Μ κρυψίνοια) κρυψίνους
το να αποκρύπτει κάποιος τις σκέψεις ή τις πραγματικές του προθέσεις
νεοελλ.
συνεκδ. υποκρισία, προσποίηση.