Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεμβάδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_22)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεμβάδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λέμβος]], Βυζ. λέξ., Λοβ. Φρύν. 74.
|lstext='''λεμβάδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λέμβος]], Βυζ. λέξ., Λοβ. Φρύν. 74.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεμβάδιον]], τὸ (Μ)<br />μικρή [[λέμβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέμβος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άδιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κηπ</i>-<i>άδιον</i>, <i>κρε</i>-<i>άδιον</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 28] τό, dim. von λέμβος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεμβάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λέμβος, Βυζ. λέξ., Λοβ. Φρύν. 74.

Greek Monolingual

λεμβάδιον, τὸ (Μ)
μικρή λέμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. κηπ-άδιον, κρε-άδιον)].