λαιά: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
(13_1) |
(22) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0006.png Seite 6]] ἡ, = λέα, [[καθάπερ]] τὰς λαιὰς προσάπτουσιν αἱ ὑφαίνουσαι τοῖς ἱστοῖς Arist. gen. an. 1, 4, vgl. 5, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0006.png Seite 6]] ἡ, = λέα, [[καθάπερ]] τὰς λαιὰς προσάπτουσιν αἱ ὑφαίνουσαι τοῖς ἱστοῖς Arist. gen. an. 1, 4, vgl. 5, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαιά]] και λεῑα και λέα, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> [[λαιαί]]<br />λίθοι με το [[βάρος]] τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων του όρθιου ιστού<br /><b>2.</b> [[λίθος]] που χρησιμοποιούσαν για την [[κίνηση]] αυτομάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. πιθ. συνδέεται με το [[λᾶας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 6] ἡ, = λέα, καθάπερ τὰς λαιὰς προσάπτουσιν αἱ ὑφαίνουσαι τοῖς ἱστοῖς Arist. gen. an. 1, 4, vgl. 5, 7.
Greek Monolingual
λαιά και λεῑα και λέα, ἡ (Α)
1. στον πληθ. λαιαί
λίθοι με το βάρος τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων του όρθιου ιστού
2. λίθος που χρησιμοποιούσαν για την κίνηση αυτομάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το λᾶας.