λαμιναριώδη: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(22)
(No difference)

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη φυκών που ανήκει στην κλάση φαιοφύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laminariales < laminaria (< λατ. lamina + κατάλ. -aria) + κατάλ. -ales].