λαμιναριώδη

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη φυκών που ανήκει στην κλάση φαιοφύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laminariales < laminaria (< λατ. lamina + κατάλ. -aria) + κατάλ. -ales].