λαμπρόφθογγος: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(6_18) |
(22) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαμπρόφθογγος''': -ον, ὁ λαμπρᾷ φωνῇ φθεγγόμενος, λ. κήρυξ Θ. Πρόδρ. σ. 129. | |lstext='''λαμπρόφθογγος''': -ον, ὁ λαμπρᾷ φωνῇ φθεγγόμενος, λ. κήρυξ Θ. Πρόδρ. σ. 129. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαμπρόφθογγος]], -ον (Μ)<br />(για κήρυκα) αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:42, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρόφθογγος: -ον, ὁ λαμπρᾷ φωνῇ φθεγγόμενος, λ. κήρυξ Θ. Πρόδρ. σ. 129.
Greek Monolingual
λαμπρόφθογγος, -ον (Μ)
(για κήρυκα) αυτός που έχει δυνατή φωνή.