ἀνακαμπτικός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_4) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν [[que da la vuelta]], [[διαυλωνισμός]] Eust.1107.64. | |dgtxt=-ή, -όν [[que da la vuelta]], [[διαυλωνισμός]] Eust.1107.64. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἀνακαμπτικός]], -ή, -όν) [[ἀνακάμπτω]]<br />αυτός που επιφέρει ή επαναφέρει [[κάμψη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A returning, διαυλωνισμός Eust.1107.63.
German (Pape)
[Seite 191] umbiegend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαμπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνακάμπτων, Εὐστ. Ἰλ. σ. 1107.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que da la vuelta, διαυλωνισμός Eust.1107.64.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἀνακαμπτικός, -ή, -όν) ἀνακάμπτω
αυτός που επιφέρει ή επαναφέρει κάμψη.