καίνωσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καίνωσις''': -εως, ἡ, [[ἀνανέωσις]] (λύπης), Φίλων 2. 45˙ νεωτερισμὸς (λόγων), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 10. | |lstext='''καίνωσις''': -εως, ἡ, [[ἀνανέωσις]] (λύπης), Φίλων 2. 45˙ νεωτερισμὸς (λόγων), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καίνωσις]], ἡ (Α) [[[καινώ]] (II)]<br /><b>1.</b> [[ανανέωση]]<br /><b>2.</b> [[νεωτερισμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A renewal, ὧν ὑπέμεινε Ph.2.45 (v.l. -ισις) ; τῶν λόγων news, J.AJ18.6.10.
German (Pape)
[Seite 1296] ἡ, die Neuerung, Philo, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
καίνωσις: -εως, ἡ, ἀνανέωσις (λύπης), Φίλων 2. 45˙ νεωτερισμὸς (λόγων), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 10.
Greek Monolingual
καίνωσις, ἡ (Α) [[[καινώ]] (II)]
1. ανανέωση
2. νεωτερισμός.