Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(23) |
(No difference)
|
λιμνηστρίς, -ίδος, γεν. και λημνίτιδος, ἡ (Α)
λιμνησία, αδάρκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμνηστήρ + επίθ. -τρις (πρβλ. αρυστήρ: αρυστρίς)].