τρις

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

τρίς, ΝΜΑ
επίρρ. τρεις φορές (α. «καταδικάστηκε τρις εις θάνατον» β. «ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με», ΚΔ.
γ. «νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ και τρίς», Αριστοφ.)
αρχ.
1. φρ. α) «ἐς τρίς» ή «ἐπὶ τρίς» — ώς τρεις φορές
β) «τρὶς ἓξ βάλλω» — πετυχαίνω την καλύτερη ζαριά, φέρνω τρεις φορές εξάρες
2. παροιμ. «ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς κύβοι» — λεγόταν για τους ριψοκίνδυνους, που τά παίζουν όλα για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τρίς είναι σχηματισμένο από την εξασθενωμένη βαθμίδα τρι- του αριθμητικού τρεις, τρία, η οποία απαντά και ως α' συνθετικό λέξεων (βλ. και τρι-), και εμφανίζει ληκτικό -ς για αποφυγή χασμωδίας (πρβλ. δις [Ι])].