λευκοπέτηλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκοπέτηλος''': -ον, ἔχων λευκὰ πέταλα, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 8.
|lstext='''λευκοπέτηλος''': -ον, ἔχων λευκὰ πέταλα, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκοπέτηλος]], -ον (Α)<br />(για [[φυτό]]) αυτό που έχει [[λευκά]] πέταλα.
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοπέτηλος Medium diacritics: λευκοπέτηλος Low diacritics: λευκοπέτηλος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΕΤΗΛΟΣ
Transliteration A: leukopétēlos Transliteration B: leukopetēlos Transliteration C: lefkopetilos Beta Code: leukope/thlos

English (LSJ)

ον,

   A white-leaved, Poet.de herb.8.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοπέτηλος: -ον, ἔχων λευκὰ πέταλα, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 8.

Greek Monolingual

λευκοπέτηλος, -ον (Α)
(για φυτό) αυτό που έχει λευκά πέταλα.