λεσχηνώτης: Difference between revisions

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
(6_19)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεσχηνώτης''': -ου, = [[λεσχηνευτής]]· ― [[μαθητής]], [[Θαλῆς]] παρὰ Διογ. Λ. 2. 4. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστ. Καν. σ. 44. 34.
|lstext='''λεσχηνώτης''': -ου, = [[λεσχηνευτής]]· ― [[μαθητής]], [[Θαλῆς]] παρὰ Διογ. Λ. 2. 4. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστ. Καν. σ. 44. 34.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεσχηνώτης]], ὁ (Α) [[λεσχήν]]<br />[[μαθητής]], [[ακροατής]].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεσχηνώτης Medium diacritics: λεσχηνώτης Low diacritics: λεσχηνώτης Capitals: ΛΕΣΧΗΝΩΤΗΣ
Transliteration A: leschēnṓtēs Transliteration B: leschēnōtēs Transliteration C: leschinotis Beta Code: lesxhnw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A scholar, pupil, Thalesap.D.L.1.43, Anaximen.ib.2.4. (On the accent v. Hdn.Gr.1.74.)

German (Pape)

[Seite 32] ὁ, bei D. L. 1, 43. 2, 4, der Schüler.

Greek (Liddell-Scott)

λεσχηνώτης: -ου, = λεσχηνευτής· ― μαθητής, Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 2. 4. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστ. Καν. σ. 44. 34.

Greek Monolingual

λεσχηνώτης, ὁ (Α) λεσχήν
μαθητής, ακροατής.