λωμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(Bailly1_3)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petite bordure;<br /><b>2</b> casaque militaire.<br />'''Étymologie:''' [[λῶμα]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petite bordure;<br /><b>2</b> casaque militaire.<br />'''Étymologie:''' [[λῶμα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λωμάτιον]], τὸ (Α) [[λώμα]]<br />(υποκορ. του [[λώμα]]) [[λεπτό]] [[σειρήτι]], λεπτή [[γαρνιτούρα]] της άκρης του φορέματος.
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite bordure;
2 casaque militaire.
Étymologie: λῶμα.

Greek Monolingual

λωμάτιον, τὸ (Α) λώμα
(υποκορ. του λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα της άκρης του φορέματος.