Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λουβί: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
(23)
(No difference)

Revision as of 06:44, 29 September 2017

Greek Monolingual

και λουβίδι, το
1. ο λοβός, η σποροθήκη τών οσπρίων και άλλων καρπών
2. στον πληθ. τα λουβιά
τα αμπελοφάσουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοβίον, με κώφωση του -ο- (< λόβιον < λοβός «κέλυφος τών οσπρίων»)].