Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λουβί

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

και λουβίδι, το
1. ο λοβός, η σποροθήκη τών οσπρίων και άλλων καρπών
2. στον πληθ. τα λουβιά
τα αμπελοφάσουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοβίον, με κώφωση του -ο- (< λόβιον < λοβός «κέλυφος τών οσπρίων»)].