ληκυθιστής: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληκῠθιστής''': -οῦ, ὁ, μεγαλοφώνως ὁμιλῶν, [[κομπορρήμων]], ἀλαζών, Σοφ. Ἀποσπ. 905. | |lstext='''ληκῠθιστής''': -οῦ, ὁ, μεγαλοφώνως ὁμιλῶν, [[κομπορρήμων]], ἀλαζών, Σοφ. Ἀποσπ. 905. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ληκυθιστής]], ὁ (Α) [[ληκυθίζω]]<br />αυτός που κομπορρημονεί, [[αλαζόνας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who declaims in a hollow voice, S.Fr.1063.
German (Pape)
[Seite 39] ὁ, der mit starker, hohler Stimme Redende, Singende, κοιλόφωνος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ληκῠθιστής: -οῦ, ὁ, μεγαλοφώνως ὁμιλῶν, κομπορρήμων, ἀλαζών, Σοφ. Ἀποσπ. 905.
Greek Monolingual
ληκυθιστής, ὁ (Α) ληκυθίζω
αυτός που κομπορρημονεί, αλαζόνας.