λωφήιος: Difference between revisions
From LSJ
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
(6_4) |
(23) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λωφήιος''': -α, -ον, ἀνακουφίζων, παρέχων ἀνακούφισιν, λ. [[ἱερά]], θυσίαι ἱλαστήριοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 485. | |lstext='''λωφήιος''': -α, -ον, ἀνακουφίζων, παρέχων ἀνακούφισιν, λ. [[ἱερά]], θυσίαι ἱλαστήριοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 485. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λωφήϊος]], -ΐα, -ον (Α)<br />αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα [[ἱερά]]» — εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την [[οργή]] τών θεών, Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λωφ</i>- του <i>λωφῶ</i> «αναπαύομαι» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρην</i>-[[ήιος]], <i>ποιμν</i>-[[ήιος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
λωφήιος: -α, -ον, ἀνακουφίζων, παρέχων ἀνακούφισιν, λ. ἱερά, θυσίαι ἱλαστήριοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 485.
Greek Monolingual
λωφήϊος, -ΐα, -ον (Α)
αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» — εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ- του λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. κρην-ήιος, ποιμν-ήιος)].