λωφήϊος

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωφήϊος Medium diacritics: λωφήϊος Low diacritics: λωφήϊος Capitals: ΛΩΦΗΪΟΣ
Transliteration A: lōphḗïos Transliteration B: lōphēios Transliteration C: lofiios Beta Code: lwfh/i+os

English (LSJ)

α, ον, relieving; λ. ἱερά expiatory offerings, A.R.2.485.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
propre à apaiser, expiatoire.
Étymologie: λωφάω.

Greek Monolingual

λωφήϊος, -ΐα, -ον (Α)
αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» — εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ- του λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. κρηνήιος, ποιμνήιος)].

Greek Monotonic

λωφήϊος: -α, -ον, αυτός που παρέχει ανακούφιση, ανακουφιστικός, πραϋντικός· λωφήϊα ἱερά, εξιλαστήριες θυσίες, σε Απολλ. Ρόδ.

German (Pape)

erleichternd, stillend, λωφήϊα ἱερά, Sühnopfer, die den Zorn der Götter stillen, Ap.Rh. 2.485, Schol. καταπαυστικὰ τῆς ὀργῆς.