λουστικά: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(No difference)
|
(23) |
(No difference)
|
τα
το ποσό που καταβάλλεται για πλύσιμο σε δημόσια λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβ. ἔ-λουσ-α, αόρ. του λούω) + κατάλ. -τικά, που δηλώνει ποσό πληρωμής (πρβλ. ραφ-τικά)].