λουστικά

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

τα
το ποσό που καταβάλλεται για πλύσιμο σε δημόσια λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβ. -λουσ-α, αόρ. του λούω) + κατάλ. -τικά, που δηλώνει ποσό πληρωμής (πρβλ. ραφτικά)].