οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
(24) |
(No difference)
|
η
1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού
2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική
3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. -στρα (πρβλ. βυζά-στρα, πλύ-στρα)].