μασητικός: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(6_10)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μασητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν μάσησιν, Ἐπιφαν. π. Αἱρ. 64.
|lstext='''μασητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν μάσησιν, Ἐπιφαν. π. Αἱρ. 64.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μασητικός]], -ή, -όν)<br />[[μασώ]]<br />ο [[σχετικός]] με τη [[μάσηση]].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μασητικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν μάσησιν, Ἐπιφαν. π. Αἱρ. 64.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μασητικός, -ή, -όν)
μασώ
ο σχετικός με τη μάσηση.