μητρόλεθρος: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_15) |
(25) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μητρόλεθρος''': ὁ, ὁ ὀλετὴρ τὴς [[ἑαυτοῦ]] μητρός, [[μητροκτόνος]], Νικήτ. 413Β· μητρολέτης, Χρησμ. Σιβυλλ. 5, 621. | |lstext='''μητρόλεθρος''': ὁ, ὁ ὀλετὴρ τὴς [[ἑαυτοῦ]] μητρός, [[μητροκτόνος]], Νικήτ. 413Β· μητρολέτης, Χρησμ. Σιβυλλ. 5, 621. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μητρόλεθρος]], ὁ (Μ)<br />[[μητρολέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὄλεθρος]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπ</i>-<i>όλεθρος</i>, <i>ψυχ</i>-<i>όλεθρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μητρόλεθρος: ὁ, ὁ ὀλετὴρ τὴς ἑαυτοῦ μητρός, μητροκτόνος, Νικήτ. 413Β· μητρολέτης, Χρησμ. Σιβυλλ. 5, 621.
Greek Monolingual
μητρόλεθρος, ὁ (Μ)
μητρολέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ὄλεθρος, πρβλ. ανθρωπ-όλεθρος, ψυχ-όλεθρος].