μητρολέτης

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508

German (Pape)

[Seite 180] ὁ, Muttermörder, Orac. Sib.

Greek Monolingual

μητρολέτης, ὁ (Α)
ο μητροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ανδροολέτης].

Translations

matricide

Armenian: մայրասպան; Czech: matkovrah; French: matricide; German: Muttermörder, Muttermörderin; Greek: μητροκτόνος; Ancient Greek: ματροφόνος, μητραλοίας, μητραλοίης, μητραλῴας, μητροκτόνος, μητρολέτης, μητρολώας, μητρολῴας, μητρορραίστης, μητροφόνος; Irish: marfóir máthar; Latin: matricida; Polish: matkobójca, matkobójczyni; Portuguese: matricida; Russian: матереубийца; Serbo-Croatian Roman: materoubica, majkoubica; Swedish: modermördare