μοιμυώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(25)
(No difference)

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Greek Monolingual

μοιμυῶ, -άω (Α)
συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῶ «συμπιέζω τα χείλη», με εκφραστικό διπλασιασμό (πρβλ. μοιμύλλω)].