μοιμυώ

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

μοιμυῶ, -άω (Α)
συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῶ «συμπιέζω τα χείλη», με εκφραστικό διπλασιασμό (πρβλ. μοιμύλλω)].