μοιρολογίστρα: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(25)
(No difference)

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Greek Monolingual

μοιρολογίστρια και μοιρολοΐστρα και μυρολογίστρι(ι)α, η (Μ μοιρολογίοτρια και μοιρολογίστρα και μοιριολογίστρια)
γυναίκα που εκτελεί και συχνά συνθέτει τα μοιρολόγια, συνήθως με αμοιβή, αλλ. κλαύτρουσα και καταλογίστρια
νεοελλ.
μτφ. απαισιόδοξος, μεμψίμοιρος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολογῶ + -ίστρα (-ίστρια (πρβλ. κουν-ίστρα, τραγουδίστρια)].