ἀκαταμέτρητος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[no medido]] Eratosth. en Str.2.1.21, Nicom.<i>Ar</i>.1.17. | |dgtxt=-ον<br />[[no medido]] Eratosth. en Str.2.1.21, Nicom.<i>Ar</i>.1.17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμέτρητος]], -ον) [[καταμετρῶ]]<br />όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί<br />«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο [[πλήθος]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unmeasured, Eratosth. ap. Str.2.1.21, Nicom.Ar.1.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταμέτρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταμετρήσῃ ἢ ὁ μὴ καταμετρηθείς, Στράβ. 77, Νικόμ. Γερασ. 1. 77.
Spanish (DGE)
-ον
no medido Eratosth. en Str.2.1.21, Nicom.Ar.1.17.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταμέτρητος, -ον) καταμετρῶ
όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί
«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο πλήθος».