ακούσιος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:48, 29 September 2017
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀκούσιος, -ον)
1. αυτός που γίνεται από κάποιον παρά τη θέλησή του, αθέλητος, αναγκαστικός
2. (για πλημμελήματα) αυτός που γίνεται χωρίς πρόθεση, αθέλητος, απρομελέτητος
3. (για πρόσωπα) αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ἑκούσιος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκουσία, ἀκουσιάζομαι.