αθέλητος

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀθέλητος, -ον) θέλω
αυτός που γίνεται ή επιβάλλεται παρά τη θέληση κάποιου, ακούσιος, απρόθυμος, αναγκαστικός
2. ο χωρίς θέληση, αναποφάσιστος
μσν.
αυτός που δεν τον θέλει κανείς.