σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)
-η, -ο (Α ἀθέλητος, -ον) θέλωαυτός που γίνεται ή επιβάλλεται παρά τη θέληση κάποιου, ακούσιος, απρόθυμος, αναγκαστικός2. ο χωρίς θέληση, αναποφάσιστοςμσν.αυτός που δεν τον θέλει κανείς.