ἀκούσιος
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Att. contr. for ἀεκούσιος.
Middle Liddell
I. against one's will, involuntary, of acts, Hdt., etc.
II. of persons, only in adv. ἀκουσίως, involuntarily, Thuc.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. ἀεκούσιος; át. hακόσια IG 13.6B.5 (V a.C.)
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [-ος, -η, -ον Luc.Syr.D.18]
I 1de algo que se recibe no deseado, forzoso, contra la voluntad τλήσομαι ... ἀ. πολλὰ βίαια Thgn.1343, πόνοι Democr.B 240, τῷ οὔ κως ἀεκούσιον ἐγίγνετο τὸ ποιεύμενον Hdt.2.162, ἀνάγκαι Th.3.82, ἔργον S.Tr.1263, συμφορά Antipho 2.3.1, τὰ δὲ βίᾳ καὶ ἀπάτῃ ἀκούσια Arist.Rh.1377b5, ἦν Μακεδόσιν οὐκ ἀ. ἡ μεταβολή Plu.Demetr.37
•como subst. τὸ ἀκούσιον = lo que no se desea, lo no deseado Pl.Lg.733d.
2 de algo que se hace involuntario, impremeditado τρῶμα Hp.Liqu.6, φόνος Pl.Lg.867a, Antipho 3.2.6, βλάβαι Pl.Lg.861c, ἁμάρτημα Antipho 5.92, Plb.5.10.7
•como subst. τὸ ἀκούσιον = acción realizada involuntariamente ξύγγνωμον δ' ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Th.3.40, Arist.EN 1110a1, op. τὰ hεκόσια ‘faltas cometidas intencionadamente’ IG l.c.
3 subst. de pers. que no desea δεσπόζειν ἀκουσίων mandar sobre quienes no quieren ser sometidos Plb.5.11.6.
II adv. ἀκουσίως
1 contra la voluntad, forzadamente, a disgusto οὐδενὶ ἀκουσίως ἀφῖχθαι que no venía a disgusto de nadie e.d. todos lo recibían bien Th.3.31, μένουσ' ἀκουσίως E.Tr.1011, ἀ. ἠράμην δόρυ E.Ph.433, νεότης οὐκ ἀ. ... ἥπτετο πολέμου Th.2.8, cf. E.El.670.
2 involuntariamente παραρρεῖν (δάκρυον) Hp.Epid.4.46, ἀποκτεῖναι Antipho 3.2.9, τινὸς φονέα γενέσθαι Pl.R.451a, ἀποθανεῖν Antipho 1.5, πράττειν Arist.EN 1111a2, 3, Plb.24.12.3, ὃς ἂν πατάξῃ τὸν πλησίον αὐτοῦ ἀ. LXX De.19.4, cf. Si.25.18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contr. att. de ἀεκούσιος;
qui s'est fait ou se fait contre le gré de, d'où
1 involontaire ; ἀκούσιός τινι PLUT contre le gré de qqn;
2 qui contraint : ἀκούσιοι ἀνάγκαι THC nécessités inévitables.
Étymologie: ἀ, ἑκούσιος.
German (Pape)
ον, zsgzg. aus ἀ-εκούσιος (das fem. ἀκουσία stand Antipho 1.5 vor Bekker, der ἐκ προβουλῆς ἀκουσίως ἀποθανεῖν liest), unfreiwillig, θράσος Aesch. Ag. 777; nach Plat. Def. 416c τὸ παρὰ διάνοιαν ἀποτελούμενον, z.B. φόνος Antiph. III β 6; Plat. Legg. IX.867a und öfter; ebenso ἀδίκημα, βλάβη, nicht mit Absicht getan, ὁπόσα ἀγνοίᾳ ἐξαμαρτάνουσι Xen. Cyr. 3.1.38; unlieb, τινί, Plut. Demetr. 37 τοῖς μακεδόσι οὐκ ἀκούσιος ἦν ἡ μεταβολή; Paus. 4.27.1; auch von Personen, Sp.
• Adv. ἀκουσίως, z.B. οὐδενὶ ἀκ. ἀφῖχθαι, allen erwünscht, Thuc. 3.31; οὐκ ἀκουσίως πολέμου ἥπτετο, gern, 2.8; wie Eur. El. 670.
Russian (Dvoretsky)
ἀκούσιος: (ᾱ), ион. ἀεκούσιος 2 и 3
1 противный желанию, нежелательный (τινι Plut.): οὐκ ἀεκούσιον αύτῷ ἐγίνετο τοῦτο Her. это произошло не вопреки его воле;
2 невольный, непреднамеренный (ἀδικία Plat.; πρᾶξις Plut.): ὁπόσα ἀγνοία ἄνθρωποι ἐξαμαρτάνουσι πάντα, ἀκούσια ταῦτ᾽ ἐγὼ νομίζω Xen. все, в чем люди ошибаются по неведению, я называю невольным;
3 вынужденный, неизбежный (ἀνάγκαι Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκούσιος: -ον, Ἀττ. συνῃρ. ἀντὶ ἀεκούσιος.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀκούσιος, -ον)
1. αυτός που γίνεται από κάποιον παρά τη θέλησή του, αθέλητος, αναγκαστικός
2. (για πλημμελήματα) αυτός που γίνεται χωρίς πρόθεση, αθέλητος, απρομελέτητος
3. (για πρόσωπα) αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ἑκούσιος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκουσία, ἀκουσιάζομαι.
Greek Monotonic
ἀκούσιος: [ᾱ]ον Αττ. συνηρ. αντί ἀεκούσιος.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέ θέλει). Συνῃρημένος τύπος ἀντί ἀεκούσιος, α στερητ. + ἐκούσιος.
Lexicon Thucydideum
non voluntarius, involuntary, 3.40.1, 3.64.5, 3.82.2, 4.98.6,
invitus, unwilling, 6.8.4, [vulgo commonly ἀκούσας]