ακροκόρυμβος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(2)
(No difference)

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀκροκόρυμβος, -ον (Α)
1. (το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀκροκόρυμβα) τα ακροστόλια τών πλοίων
2. πληθ. αρσ. τα άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + κόρυμβος, «το ανώτατο σημείο, η κορυφή, το τέλος»].