αλεποουρά: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

και αλεπουρά και αλεπονουρά, η 1. η ουρά της αλεπούς
2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες (αλλ. αλεπίτσα)
3. διάφορα αγρωστώδη φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + ουρά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπουρας].