ἄλητον: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(big3_3) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br />[[harina]] Hp.<i>Art</i>.36, <i>Nat.Mul</i>.32, <i>Epid</i>.4.30, θέρμων καὶ ὀρόβων Hp.<i>Mul</i>.2.188, cf. Sophr.38, Rhinth.3, Aret.<i>CA</i> 1.1.18, 1.10.10, 2.5.3, <i>CD</i> 2.5.3. | |dgtxt=-ου, τό<br />[[harina]] Hp.<i>Art</i>.36, <i>Nat.Mul</i>.32, <i>Epid</i>.4.30, θέρμων καὶ ὀρόβων Hp.<i>Mul</i>.2.188, cf. Sophr.38, Rhinth.3, Aret.<i>CA</i> 1.1.18, 1.10.10, 2.5.3, <i>CD</i> 2.5.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄλητον]], το (Α)<br />[[αλεύρι]], [[άλευρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλῶ</i> (-έω), πιθ. αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ἄμητος]] «[[θερισμός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A meal, Hp.Art.36, Philotim. ap. Orib.4.10.1; ἀ. κριθῆς Aret.CA1.1: pl., Sophr.39; ἀλήτων κἀλφίτων Rhinth.3.
German (Pape)
[Seite 95] τό (ἀλέω), Mehl, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλητον: τό, = ἄλευρον (ὃ πρβλ.), Ἱππ. Ἄρθρ. 802, Ρίνθων παρ᾿ Ἀθην. 500 F.
Spanish (DGE)
-ου, τό
harina Hp.Art.36, Nat.Mul.32, Epid.4.30, θέρμων καὶ ὀρόβων Hp.Mul.2.188, cf. Sophr.38, Rhinth.3, Aret.CA 1.1.18, 1.10.10, 2.5.3, CD 2.5.3.
Greek Monolingual
ἄλητον, το (Α)
αλεύρι, άλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶ (-έω), πιθ. αναλογικά προς τη λ. ἄμητος «θερισμός»].