αλεστής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που αλέθει, ο μυλωνάς
2. αυτός που έρχεται στον μύλο για άλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλέθω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστικός].