οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(2) |
(No difference)
|
ο
1. αυτός που αλέθει, ο μυλωνάς
2. αυτός που έρχεται στον μύλο για άλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλέθω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστικός].