αλισφακίδι: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
το αλισφακάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλισφακιά + παραγ. κατάλ. -ίδι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακίδα, αλισφακιδιά].