αλευρόμυλος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:50, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο τεχνολ.
μηχάνημα ή συγκρότημα μηχανημάτων που μετατρέπει τους σπόρους σιτηρών ή και οσπρίων σε αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + μύλος.