τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(2) |
(No difference)
|
η
αμοιβαία επίδραση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα έμψυχα ή άψυχα όντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο)- + επίδραση. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. interaction
πρέπει να σημειωθεί ότι στην Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία ο αγγλ. όρος interaction έχει αποδοθεί και ως αλληλόδραση].