αλισμάραγος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἁλισμάραγος, -ον (Α)
βροντερός σαν θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -σμάραγος < σμαραγῶ (-έω) «σπάζω, κάνα) θόρυβο»].