θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
(I)ἅλινος, -η, -ον (Α) ἅλςο κατασκευασμένος από αλάτι, αλατένιος.———————— (II)ἄλινος, -ον (Α) λίνον1. ο χωρίς (λιναρένια) δίχτυα2. (για θηράματα) αυτό που δεν πιάστηκε με δίχτυ.