αλατένιος

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο αλάτι
1. ο καμωμένος από αλάτι, αλάτινος
2. ο πολύ αρμυρός.