αλατένιος

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο αλάτι
1. ο καμωμένος από αλάτι, αλάτινος
2. ο πολύ αρμυρός.