ἅλινος

From LSJ

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλῐνος Medium diacritics: ἅλινος Low diacritics: άλινος Capitals: ΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: hálinos Transliteration B: halinos Transliteration C: alinos Beta Code: a(/linos

English (LSJ)

η, ον, (ἅλς)
A of salt, χόνδροι Hdt.4.185; τοῖχοι ibid.; οἰκίαι Str. 16.3.3. ἄλῐνος, ον, (λίνον) without net, ἄ. θήρα game not caught with net, AP9.244 (Apollonid.). ἄλινσις, εως, ἡ, = ἄλειψις, τοῦ ἐργαστηρίου IG4.1484.39 (Epid.). ἅλιντος· ἅμιλλα, Hsch. ἀλίνω, (ἀλέω A) = λεπτύνω, pound, S.Fr.995.
II ἀλινεῖν (leg. ἀλίνειν)· ἀλείφειν, and ἀλῖναι· ἐπαλεῖψαι, Hsch. (cf. ἄλινσις, Lat. lino).

Spanish (DGE)

-η, -ον de sal χόνδροι Hdt.4.185, οἰκίαι Str.16.3.3.

German (Pape)

[Seite 97] aus Salz gemacht, τοῖχοι Her. 4, 185.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de sel.
Étymologie: ἅλς².

Russian (Dvoretsky)

ἅλῐνος: соляной (χόνδροι, τοῖχοι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἅλῐνος: η, ον (ἅλς) ἐξ ἅλατος, χόνδροι, Ἡρόδ. 4.185· τοῖχοι, αὐτόθι.

Greek Monotonic

ἅλῐνος: -η, -ον (ἅλς), αλάτινος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἅλς, of salt, Hdt.