αλωνιάτης: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
1. αλωνιστής
2. αλωνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάληξη -ιάτης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάτικο].