αλωνιάτης: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:51, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο
1. αλωνιστής
2. αλωνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάληξη -ιάτης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάτικο].
(3) |
(No difference)
|
ο
1. αλωνιστής
2. αλωνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάληξη -ιάτης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάτικο].