αμβλύωπας: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που πάσχει από αμβλυωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀμβλὺς + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός», πρβλ. αγγλ. amblyope].